διαψήφιση

διαψήφιση
η (Α διαψήφισις) και διαψηφισμός, ο (Α)
ψηφοφορία
αρχ.
1. έλεγχος τής γνησιότητας τών δημοτικών καταλόγων με ψηφοφορία
2. φρ. «προτιθέναι τὴν διαψήφισιν» — επιτρέπω την ψηφοφορία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρέγγραπτοι — Ονομάζονταν έτσι όσοι ήταν γραμμένοι παράνομα στους καταλόγους των Αθηναίων πολιτών, και ιδιαίτερα στο ληξιαρχικόν γραμματείον του κάθε δήμου, όπου γινόταν η πρώτη εγγραφή των νέων μόλις συμπλήρωναν τα 18 τους χρόνια. Η πόλη της Αθήνας φρόντιζε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”